
Η άρνηση των παιδιών να πάνε σχολείο αποτελεί όλο και περισσότερο συχνό φαινόμενο στις μέρες μας. Συνήθως αυτή η άρνηση δεν αφορά μόνο την σχέση του παιδιού με το σχολείο αλλά και τις σχέσεις του παιδιού με τους συμμαθητές του, τις σχέσεις δασκάλου και μαθητή, την σχέση του μαθητή με την οικογένεια του και τις σχέσεις οικογένειας και σχολείου.
Μια μορφή σχολικής άρνησης είναι το σκασιαρχείο που αφορά κυρίως μεγαλύτερα παιδιά, τα οποία υφίστανται κάποιες ποινές για να τιμωρηθούν για τη συμπεριφορά τους. Παράγοντες που συμμετέχουν στο σκασιαρχείο είναι ατομικοί, όπως μαθησιακά κενά, τυπική για την εφηβεία ηλικία επιδίωξη αυτονομίας πχ “εγώ θα πω πότε θα πάω σχολείο” και φαινόμενα μίμησης με την ομάδα ομότιμων πχ “ανήκω σε παρέα που κάνουν συχνά σκασιαρχείο, άρα κάνω και΄γώ”. Τα παιδιά που κάνουν σκασιαρχείο κάνουν πολλά πράγματα για να το κρύψουν από τα πρόσωπα αναφοράς τους, συνήθως τους γονείς τους. Πχ κάποια γράμματα που είναι να μεταφερθούν στους γονείς από το σχολείο δεν φτάνουν ποτέ.
Υπάρχουν κοινωνικοί και σχολικοί παράγοντες που οδηγούν στο σχολικό σκασιαρχείο. Έχει παρατηρηθεί ότι τα παιδιά που κάνουν συχνά σκασιαρχείο προέρχονται συνήθως από οικογένειες που κοινωνικοοικονομικά μειονεκτούν. Μπορούμε να μιλούμε για μειωμένη ή έλλειψη επίβλεψης από την μεριά των γονιών. Έχει παρατηρηθεί ότι όταν η επίβλεψη των γονιών είναι επαρκής τα σκασιαρχεία μειώνονται.
Μια άλλη ομάδα παραγόντων που παίζει ρόλο στο συχνό σκασιαρχείο είναι οι παραδοσιακές μαθησιακές δομές οι οποίες καλώς ή κακώς προάγουν την ομοιογένεια. Δηλαδή τα σχολεία απευθύνονται σε όλα τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο. Τα παιδιά όμως δεν είναι όλα τα ίδια, η παιδαγωγική και εκπαιδευτική στάση του σχολείου υλοποιείται χωρίς διακρίσεις. Το μάθημα δηλαδή δεν είναι κομμένο και ραμμένο στο κάθε μαθητή. Το επικοινωνιακό σύστημα, αυτό δηλαδή που γίνεται επικοινωνιακά μέσα στα σχολεία προάγει και λειτουργεί αληλοενισχυτικά με όλο το ζήτημα της συστηματικής απουσίας. Σε όλο αυτό το πλέγμα, οι έφηβοι βρίσκονται συχνά σε ένα φαύλο κύκλο όπου η συμπεριφορά αποφυγής ενισχύεται θετικά.
Όταν όμως η σχολική άρνηση εμφανίζεται με την μορφή αγχώδους διαταραχής ή καταθλιπτικής συμπεριφοράς τότε γίνεται πιο συχνά ανεκτή, για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και δεν αντιμετωπίζεται ως σχολική άρνηση. Μπορούμε να βρούμε τους παράγοντες που προκαλούν το σχολικό άγχος στην σχολική κατάσταση την ίδια. Μπορεί να είναι άγχος απέναντι στην σχολική επίδοση, άγχος απέναντι στα διαγωνίσματα, άγχος κοινωνικό για ενδεχόμενη αποκάλυψη ή ταπείνωση απέναντι στους δασκάλους ή τους συμμαθητές, πχ είπα κάτι στην τάξη και οι συμμαθητές γελάσανε και η δασκάλα με ειρωνεύτηκε. Όταν μιλούμε για σχολική φοβία οι παράγοντες που την προκαλούν συνήθως βρίσκονται στο σπίτι μέσα στην οικογένεια. Το σχολείο μπορεί συχνά να αποτελεί απειλή για την οικογένεια και για τους οικογενειακούς δεσμούς. Κάποιες οικογένειες έχουν ιδιαίτερους οικογενειακούς δεσμούς και μπορεί να αντιδράσουν με μεγάλο άγχος σε σχέση με το σχολείο, πχ ας θυμηθούμε την πρώτη φορά που τα παιδιά μας πήγαν για πρώτη φορά στο παιδικό σταθμό και μετά στο σχολείο.
Η οικογένεια μπορεί εύκολα να αποδεσμεύσει το παιδί όταν αισθάνεται ότι πάει κάπου και θα είναι καλά. Όταν νιώθει το αντίθετο φοβάται. Έχει την τάση να το προστατέψει, να το κρατήσει, να αποφύγει αυτό τον κίνδυνο. Έτσι λοιπόν θα πρέπει να δούμε το ιστορικό της οικογένειας, τους φόβους της, τις απώλειες της, την εμπειρία που έχει να κάνει με χωρισμούς. Το αξιακό σύστημα γύρω από τους δεσμούς της οικογένειας θα πρέπει να το σεβόμαστε αφού οι θεσμοί αυτοί είναι απαραίτητοι για την επιβίωση της.
Ο έλεγχος και η επίβλεψη όσο μεγαλώνουν τα παιδιά μειώνονται. Όταν και εφόσον γίνεται αυτό, αρχίζουν να υποχωρούν οι κοινωνικές επαφές του παιδιού με το σχολείο, αρχίζουν οι σχέσεις του να εξασθενούν με τους δασκάλους και τους συμμαθητές του, μπορεί ακόμη και να εξαφανιστούν. Γίνεται δηλαδή άσχετο με αυτά που συμβαίνουν στο σχολείο. Όσο μειώνονται τα πιο πάνω το παιδί έχει όλο και λιγότερο κίνητρο να πάει σχολείο και μεγαλύτερο κίνητρο να μην πάει και έτσι μπαίνει σε τον φαύλο κύκλο.
Μαρία.