
Η ένταξη των ανθρώπων στην κοινωνία αποτελεί ένα από τα πιο στοιχειώδη καθήκοντα της ανθρώπινης και δημοκρατικής εξέλιξης. Κανένας δεν έχει την αρμοδιότητα να θέτει τον εαυτό του υπεράνω ενός άλλου. Κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να γίνεται σεβαστός, αποδεκτός, να είναι κύριος της ύπαρξης του, της ζωής του, των αποφάσεων του και φυσικά να συν περιλαμβάνεται στην κοινωνία.
Ξεκινώ από τη παραδοχή ότι όταν οι θεμελιώδης ψυχολογικές ανάγκες ικανοποιούνται αξιόπιστα ειδικά στην πρώιμη φάση αποτελεί κεντρική προϋπόθεση για μια επιτυχημένη εξέλιξη του παιδιού. Αυτές οι ανάγκες ορίζονται ως ανάγκη για προσανατολισμό, έλεγχο και συνοχή, ανάγκη για δεσμό ή δεσμούς, ανάγκη για αύξηση του αισθήματος της αυταξίας και η ανάγκη για ευχαρίστηση.
Η επαρκής και ασφαλής ικανοποίηση των αναγκών αυτών είναι αποφασιστικής σημασίας για την ανάπτυξη των δομικών και λειτουργικών ιδιοτήτων του παιδικού εγκεφάλου που είναι εξαιρετικά εύπλαστος. Καθορίζει τους συναισθηματικούς, κοινωνικούς και γνωσιακούς μηχανισμούς, καθορίζει την ψυχική ανθεκτικότητα, καθορίζει την ικανότητα για δεσμούς και αγάπη, την διάθεση για κέφι και ικανοποίηση και εν τέλη την τρωτότητα και ευαλωτότητα σε ασθένειες.
Τα παιδιά με πρώιμες απογοητεύσεις στην ικανοποίηση των αναγκών αυτών, τείνουν περισσότερο από τα άλλα παιδιά να παρουσιάζουν εξελικτικές καθυστερήσεις με αποτέλεσμα να τραβάνε κλινικά την προσοχή. Ήδη από τον παιδικό σταθμό και το δημοτικό έχουν μικρότερο κίνητρο και διάθεση να ασχοληθούν με δραστηριότητες που απαιτούν κοινωνική, συναισθηματική ή γνωστική εμπλοκή. Τα παρατάνε δηλαδή πιο εύκολα από τα άλλα παιδιά. Δεν πιστεύουν τα ίδια, ούτε το περιβάλλον τους ότι έχουν αξία ως πρόσωπα ή ότι η οποιαδήποτε δράση τους θα έχει επιτυχία. Εκτός από τις επιδόσεις τους επηρεάζονται οι φιλίες και γενικά οι σχέσεις τους αφού έχουν διαμορφώσει ελάχιστη εμπιστοσύνη και συνέπεια με τους άλλους. Καταλήγουν λοιπόν να γίνονται περιθωριακοί στην ομάδα των συνομήλικων τους.
Και τι κάνουν όταν γίνονται περιθωριακοί; Κάνουν παρέα με άλλους περιθωριακούς με αποτέλεσμα να συντηρείται η αρνητική εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους και η προσδοκία τους ότι θα αποτύχουν μέσα στο δυσμενές περιβάλλον που λειτουργούν.
Οι γονείς από την άλλη δεν μπορούν να ικανοποιήσουν επαρκώς με ασφάλεια τις βασικές ψυχολογικές ανάγκες γιατί συχνά και οι ίδιοι στην παιδική ηλικία έχουν κάνει εμπειρίες έλλειψης σε σχέση με τους δεσμούς, σε σχέση με την ασφάλεια και την εκτίμηση. Ένας άλλος λόγος πιθανόν να είναι ότι είναι τσακισμένοι και πικραμένοι λόγω μακροχρόνιας ανεργίας, φτώχειας, κοινωνικού αποκλεισμού ώστε να μην μπορούν να ανταποκριθούν επαρκώς στα σήματα που τους στέλνει το μωρό ή το νήπιο. Τείνουν λοιπόν να γεμίζουν το δικό τους κενό και απογοήτευση, την δική τους έλλειψη προοπτικής με υπερβολική χρήση ΜΜΕ όπως η τηλεόραση, ή το αλκοόλ. Παρόλο που αγαπούν τα παιδιά τους και νοιάζονται για αυτά εξίσου με άλλους λιγότερα επιβαρυμένους γονείς δυσκολεύονται να απευθυνθούν στα παιδιά τους με τρόπο που είναι συναισθηματικά προβλέψιμος, προαγωγικός και αξιόπιστος.
Συχνά κάνουμε το λάθος να τους καταλογίζουμε ευθύνες για έλλειψη αγάπης και έλλειψη δεξιοτήτων. Δείχνοντας όμως εκτίμηση σε αυτούς τους γονείς, και αρχίζοντας από την παραδοχή ότι όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν ικανότητες ,γνώσεις και δύναμη να αντέχουν σε δύσκολες καταστάσεις μπορούμε να τους φέρουμε σε επαφή με τις θετικές τους πλευρές, τα δυνατά τους σημεία για να κτίσουν σταθερές σχέσεις με τα παιδιά τους μέσα στην καθημερινότητα τους.
Μαρία Λεωνίδου
Ψυχοθεραπεύτρια-Οικογενειακή θεραπεύτρια