
Σίγουρα ο θάνατος είναι ένα φαινόμενο το οποίο κατά κανόνα συνοδεύεται από πόνο. Η διεργασία του πένθους προϋποθέτει διαχείριση του πόνου ως αποτέλεσμα της απώλειας του αγαπημένου προσώπου στην ζωή μας, προϋποθέτει την προσπάθεια που καλούμαστε να κάνουμε για να ξαναφτιάξουμε νόημα στην ζωή μας που κλονίστηκε, και τέλος προϋποθέτει να επανεξετάσουμε τις προτεραιότητες μας και τους στόχου μας ως προς την ζωή.
Η διεργασία αυτή παίρνει χώρο μέσα σε πολύπλοκες και αλληλεξαρτώμενες αλληλεπιδράσεις με τα σημαντικά πρόσωπα που βρίσκονται στην οικογένεια μας αλλά και στην κοινότητα την οποία ζούμε. Μαθαίνουμε σιγά σιγά να προσαρμοζόμαστε στον νέο κόσμο που έχει αλλάξει λόγω της απώλειας του αγαπημένου μας προσώπου, φροντίζοντας όμως ταυτόχρονα να μην χάσουμε την αγάπη μας για τον άνθρωπο που χάσαμε αλλά και την αγάπη για την ζωή.
Ο θάνατος βιώνεται σήμερα με σιωπή και έχει εξορισθεί από το βίωμα της κοινής συλλογικής ζωής μία πρακτική που συνέβαινε σε παλαιότερες παραδοσιακές κοινότητες όπου είχε ως αποτέλεσμα την μεγαλύτερη εξοικείωση των ανθρώπων με την έννοια του θανάτου. Σε μερικές κοινότητες αποτελεί θέμα ταμπού, αφού αναστατώνει και τρομάζει τα μέλη της. Προσπαθούμε να μην το σκεφτόμαστε, νομίζοντας ότι αυτό είναι ένα θέμα που δεν μας αφορά. Οι άνθρωποι που πενθούν μεταφέρουν την αίσθηση ότι οι άλλοι τους απομονώνουν και τους αποκλείουν ενώ αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι γύρω τους δυσκολεύονται να τους στηρίξουν συναισθηματικά και αποφεύγουν να τους ακούσουν. Συνήθως γενικεύουν την στήριξη τους, τυποποιούν τα λόγια τους προσπαθώντας να κλείσουν την συζήτηση, κλείνοντας όμως και τον χώρο για επεξεργασία του πόνου αλλά και του διαλόγου με τον άνθρωπο που πενθεί.
Το οικείο περιβάλλον αναστατώνεται και νιώθει αμήχανο να διαχειριστεί το πόνο του ανθρώπου που πενθεί. Σιωπά λοιπόν με την δικαιολογία ότι συζητώντας δυσάρεστα και επώδυνα συναισθήματα είναι άσκοπο και κοινωνικά μη αποδεκτό. Έτσι λοιπόν αυτός που πενθεί αποθαρρύνεται από τον να συζητά δυσάρεστα συναισθήματα και σκέψεις γύρω από την απώλεια, κλείνοντας μέσα του συναισθήματα αλλά και τις δυνατότητες να επεξεργαστεί τον θρήνο και τον πόνο του.
Ο πόνος όμως του θανάτου και της απώλειας ζητά μία διέξοδο για να εκφραστεί, να επικοινωνήσει, να μιληθεί για να μπορέσει ο άνθρωπος που πενθεί να επαναδιαπραγματευθεί την ζωή του μετά την εμπειρία της απώλειας. Ο θρήνος δεν είναι μια ατομική υπόθεση αλλά μια εμπειρία η οποία μοιράζεται κοινωνικά καθώς οι σημαντικοί άλλοι γύρω μας γίνονται συνοδοιπόροι στο πένθος μας και μπορούν να δυσχεράνουν ή να διευκολύνουν την προσαρμογή μας στην απώλεια.
Η δυνατότητα να μοιραζόμαστε τα συναισθήματα αλλά και τις ιστορίες που αφορούν το πένθος και την απώλεια μας με τους άλλους, λειτουργεί θεραπευτικά αφού μας βοηθά να χτίζουμε σταδιακά μία νέα διαφορετική ιστορία ως αποτέλεσμα του νοήματος που έχουμε δώσει στην απώλεια που έχουμε βιώσει. Μας βοηθά επίσης να ενσωματώσουμε αυτή την ιστορία στην καθημερινότητα μας επανακτώντας σιγά σιγά την αίσθηση σκοπού στην ζωή μας.
Μαρία Λεωνίδου, Ψυχολόγος – Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια , για παιδιά, εφήβους ζευγάρια και οικογένεια.
Δεν μπορεις να το μοιραστεις οτι και αν λεν.οπως και οση ενσυναισθηση και αν εχεις δεν μπορεις να μοιραστης τηον πονο του αλλου και ας φαινεται ο ιδιος.Απλα ξερεις οποτε γονατισεις απο τον πονο να πιεσεις τα χερια οταν μπορεσεις ,με οσες δυναμης, εχεις να σηκωθεις εστω λιγο απο την λασπη.Να κανεις τον κλοουν μεχρι να ξαναγονατισης.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Χριστός Ανέστη! Κανείς δεν μπορεί να νιώσει τον πόνο του άλλου 100%. Μπορεί να γίνει όμως πιο ήπιος αν τον μοιραστούμε με άλλα σημαντικά πρόσωπα για μας. Καλή δύναμη.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!