
Εδώ και πολύ καιρό ασχολούμαστε με την προσπάθεια να βελτιώσουμε το κλίμα, να βελτιώσουμε αυτό που λέμε αλλαγή στη δυναμική της σχολικής τάξης έτσι ώστε να αυξάνονται τα κίνητρα και η ευχαρίστηση μέσα σε αυτήν, όχι μόνο των μαθητών όπου η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών, και ειδικά αυτών στην εφηβεία υποφέρουν στις σχολικές τάξεις , αλλά κατ’ αρχάς των ίδιων των εκπαιδευτικών που προφανώς έχουν πολλές ικανότητες και αγάπη για αυτό που κάνουν και οι οποίοι είναι άνθρωποι που ενώ έχουν ξεκινήσει με άλλα όνειρα, , υποφέρουν από την επένδυση στην δουλειά τους με ψυχοσωματικά προβλήματα και δείχνουν σημάδια σωματικής, ψυχικής κόπωσης και εξάντλησης.
Η κοινωνία εξελίσσεται τεχνολογικά, η δυνατότητα που δίνεται για μάθηση στα παιδιά εκτός σχολείου αποκτά όλο και μεγαλύτερη γοητεία και μαγεία μέσω της τεχνολογίας και των δραστηριοτήτων που προσφέρουν οι γονείς έξω από το σχολείο π.χ μουσική, τέχνη αθλητισμό κτλ. Όλα αυτά όμως, συγκλείνουν στο να γίνεται το σχολείο ολοένα και λιγότερο ευχάριστο με αποτέλεσμα αυτή η ενέργεια και το φυσικό ένστικτο για γνώση και μάθηση να μην ικανοποιείται στο χώρο του σχολείου. Έτσι πολλά παιδιά καταφεύγουν να εκφράζουν αυτή την βαρεμάρα, την έλλειψη ενδιαφέροντος και την έλλειψη κινήτρων σε συμπεριφορές «τύπου ΔΕΠΥ», όπως να βαριούνται, να σηκώνονται από τις καρέκλες την ώρα του μαθήματος, να τεντώνονται, να πετούν χαρτάκια, να κάνουν χιούμορ, να πετούν διάφορα ειρωνικά σχόλια, πολλές φορές να βρίζουν και να γίνονται πολύ ασεβής απέναντι στον εκπαιδευτικό αλλά και στους συμμαθητές τους. Υπάρχει όμως και μια άλλη μερίδα παιδιών που το δικό τους οικογενειακό αξιακό σύστημα δεν επιτρέπει τέτοιου είδους συμπεριφορές, δεν επιτρέπει την επίθεση, δεν επιτρέπει την έκφραση προς τα έξω, με αποτέλεσμα αυτά τα παιδιά να εκδηλώνουν συμπεριφορές απόστασης, μελαγχολίας και ψυχοσωματικά άλγη, όπως πόνους στην κοιλιά και πονοκεφάλους.
Αν μπορούσαμε να αλλάξουμε σαν κοινωνία , αν μπορούσαμε να αλλάξουμε το εκπαιδευτικό σύστημα, αν μπορούσαμε να αλλάξουμε την ατμόσφαιρα στην τάξη όπου εκεί υπάρχουν «παιδιά με ή χωρίς μαθησιακές δυσκολίες», αυτό θα βοηθούσε στην διαμόρφωση ενός κλίματος, στην δημιουργία μιας διαδικασίας μάθησης και στη δημιουργία μιας σχέσης περισσότερου σεβασμού, συμμετοχής και αποδοχής του κάθε διαφορετικού… να μην υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός, ότι δηλαδή ένα παιδί με μαθησιακές δυσκολίες χρειάζεται στήριξη ενώ τα υπόλοιπα παιδιά όχι.
Αν άλλαζε το σχολείο, αν έφερνε περισσότερη τεχνολογία, περισσότερη ομαδική δουλειά που θα έδινε την ευκαιρία στα παιδιά να ζωγραφίζουν ,να μιλούν σε ομάδες, να γελούν , να χρησιμοποιούν το χιούμορ, να χρησιμοποιούν υπολογιστές ώστε να μην χρειάζεται το «δυσλεκτικό παιδί» να είναι εκτεθειμένο διαρκώς με το πρόβλημα του αλλά να στηρίζεται στον συμμαθητή του για να εκφράσει αυτό που θέλει να εκφράσει. Αν άλλαζε η δυναμική του σχολείου έτσι ώστε να αναδεικνύεται το θετικό και το επίτευγμα και όχι η αδυναμία του καθενός, ίσως να υπήρχαν λιγότερες διαγνώσεις, λιγότερη δυσφορία και λιγότερη ανάγκη των ίδιων των γονιών να προσφεύγουν στην αναζήτηση φαρμακευτικών λύσεων για να μπορεί το παιδί να υπάρξει στο υπάρχον σύστημα, στην υπάρχουσα ατμόσφαιρα, αφού το εκπαιδευτικό σύστημα δεν προσφέρει πολλές δυνατότητες για εναλλακτικούς και διαφορετικούς τρόπους μάθησης που έχουν ανάγκη «τα προβληματικά παιδιά», αλλά πλέον και το μεγαλύτερο ποσοστό παιδιών μέσα σε μία τάξη.
Αυτό για μένα είναι μια θλιβερή διαπίστωση …
Μαρία Λεωνίδου, Ψυχοθεραπεύτρια-Οικογενειακή Θεραπεύτρια.